- νεονύμφους
- νεόνυμφοςnewly marriedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάχυσμα — κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω] 1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.) 2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους… … Dictionary of Greek
κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… … Dictionary of Greek
μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… … Dictionary of Greek
προικανάδοχος — ὁ, Μ άτομο που αναδεχόταν την προίκα πριν από τον γάμο για να τήν παραδώσει στους νεονύμφους ή και στους γονείς αν δεν γινόταν ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + ἀνάδοχος] … Dictionary of Greek
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
φιλονύμφιος — ον, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αφροδίτης) αυτός που αγαπά τους νεονύμφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νύμφιος «νυφικός» (< νύμφη)] … Dictionary of Greek
αγερικά ή αερικά ή ανεμικά — Έτσι ονομάζονται από τους νεότερους Έλληνες τα πνεύματα, τα δαιμόνια εκείνα, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες κατοικούν στον αέρα. Η μορφή και οι ιδιότητες των α. δεν είναι με σαφήνεια καθορισμένες. Άλλοτε ταυτίζονται με τα ξωτικά, άλλοτε… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
ραίνω — έρανα, ρίχνω σε κάποιον σταγόνες από υγρό ή λουλούδια κτλ.: Τους νεόνυμφους τους έραιναν με λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)